ΑΘΩΟΙ ΠΕΙΘΟΝΤΑΙ ΟΤΙ ΔΙΕΠΡΑΞΑΝ ΕΓΚΛΗΜΑ!

Επιστήμονες αποδεικνύουν ότι η διαδικασία της ανάκρισης μπορεί να δημιουργήσει θύματα της μνημονικής ευπλασίας.

Υπάρχουν αποδείξεις από άδικες αποφάσεις νομικών υποθέσεων που υποδεικνύουν ότι οι ύποπτοι ενδέχεται να ανακρίνονται με τέτοιους τρόπους ώστε να πιστεύουν λανθασμένα, αλλά και να ομολογούν ότι διέπραξαν εγκλήματα που στην πραγματικότητα δεν έχουν διαπράξει. Νέα έρευνα παρέχει εργαστηριακές αποδείξεις γι’ αυτό το φαινόμενο, δείχνοντας ότι οι αθώοι ενήλικες συμμετέχοντες μπορεί να πειστούν, όσο περνάει η ώρα, ότι διέπραξαν εγκλήματα πολύ σοβαρά, όπως επιθέσεις με όπλα κατά τα εφηβικά τους χρόνια.

Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Psychological Science», δείχνει πως οι συμμετέχοντες εσωτερίκευαν τις ιστορίες που διηγούνταν, παρέχοντας πλούσιες και λεπτομερείς περιγραφές γεγονότων που στην πραγματικότητα δεν συνέβησαν ποτέ.

«Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι ψευδείς αναμνήσεις της διάπραξης εγκλημάτων με την συμπλοκή της αστυνομίας μπορεί να είναι εκπληκτικά εύκολο να δημιουργηθούν και μπορεί να περιλαμβάνουν όλων των ειδών τις λεπτομέρειες, όπως οι πραγματικές αναμνήσεις», λέει η ψυχολόγος και επικεφαλής της έρευνας Julia Shaw του Πανεπιστημίου του Bedfordshire στην Μεγάλη Βρετανία. «Το μόνο που έχουν ανάγκη οι συμμετέχοντες για να δημιουργήσουν μια πλούσια και λεπτομερή ψευδή ανάμνηση είναι 3 ώρες σε φιλικό συνεντευξιακό περιβάλλον, όπου ο ερωτών εισάγει στη συζήτηση μερικές λάθος λεπτομέρειες και χρησιμοποιεί φτωχές τεχνικές ανάκτησης μνήμης».

Η Shaw και ο Stephen Porter του Πανεπιστημίου British Columbia στον Καναδά πήραν την άδεια να επικοινωνήσουν με τους πρώτους κοινωνικούς φροντιστές των φοιτητών που συμμετείχαν στην έρευνα. Οι φροντιστές έπρεπε να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο σχετικό με συγκεκριμένα γεγονότα τα οποία οι φοιτητές μπορεί να είχαν βιώσει στις ηλικίες 11-14, παρέχοντας όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσαν. Τους ζητήθηκε να μη συζητήσουν τις ερωτήσεις με τους φοιτητές.

Οι ερευνητές επέλεξαν 60 φοιτητές, οι οποίοι δε σχετίζονταν με τα ψευδή εγκλήματα, αλλά κατά τ’ άλλα, πληρούσαν τις προϋποθέσεις για την έρευνα. Σ ’αυτούς τους φοιτητές πήραν 3 σαραντάλεπτες συνεντεύξεις με διαφορά μιας εβδομάδας.

Στην πρώτη συνέντευξη, ο ερευνητής ρώτησε τον φοιτητή για δύο περιστατικά που είχε βιώσει ως έφηβος, εκ των οποίων μόνο το ένα είχε συμβεί στην πραγματικότητα. Για ορισμένους, το ψευδές γεγονός σχετιζόταν με ένα έγκλημα που οδήγησε σε συμπλοκή με την αστυνομία (επίθεση, επίθεση με όπλο ή κλοπή). Για άλλους, το ψευδές γεγονός ήταν συναισθηματικής φύσεως, όπως τραυματισμός, επίθεση από σκύλο, ή απώλεια μεγάλου ποσού χρημάτων.

Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι οι ψευδείς ιστορίες συμπεριλάμβαναν ορισμένες αληθινές λεπτομέρειες για εκείνο το διάστημα της ζωής των φοιτητών, που είχε αντληθεί από το ερωτηματολόγιο των φροντιστών.

Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να εξηγήσουν τι συνέβη στο καθένα από τα δύο γεγονότα. Όταν αντιμετώπισαν δυσκολία στην εξήγηση του ψευδούς γεγονότος, ο ανακριτής τους ενθάρρυνε να προσπαθήσουν, εξηγώντας τους πως αν χρησιμοποιούσαν συγκεκριμένες τεχνικές μνήμης θα ήταν σε θέση να θυμηθούν πολλές λεπτομέρειες.

Στη δεύτερη και τρίτη συνέντευξη, οι ερευνητές πάλι ζήτησαν από τους φοιτητές να θυμηθούν όσα περισσότερα μπορούσαν και για τα δύο γεγονότα. Οι φοιτητές περιέγραψαν επίσης συγκεκριμένα στοιχεία κάθε ανάμνησης, όπως πόσο ζωντανό τους φαινόταν το γεγονός και πόσο σίγουροι ήταν γι’ αυτό. Τα αποτελέσματα ήταν πραγματικά εντυπωσιακά.

Από τους 30 συμμετέχοντες στους οποίους είχαν πει πως είχαν διαπράξει ένα έγκλημα ως έφηβοι, οι 21 (71%) είχαν δημιουργήσει ψευδή ανάμνηση του εγκλήματος. Από τους 20 στους οποίους είχαν πει για κάποιου είδους επίθεση, οι 11 δημιούργησαν ψευδή ανάμνηση. Αυτοί οι φοιτητές ανέλυσαν διεξοδικά τις ιστορίες που τους είχαν πει, δίνοντας λεπτομέρειες ακόμα και για τις συνδιαλλαγές τους με την αστυνομία. Παρόμοιο ποσοστό φοιτητών (76,67%) δημιούργησε ψευδείς αναμνήσεις των συναισθηματικών γεγονότων που τους είχαν πει.

Περιέργως, τα εγκληματικά ψευδή γεγονότα φαίνονταν να είναι τόσο πιστευτά όσο και τα συναισθηματικά. Οι φοιτητές παρείχαν τον ίδιο αριθμό λεπτομερειών, και σημείωσαν τα ίδια επίπεδα βεβαιότητας, παραστατικότητας και αισθητηριακών λεπτομερειών και για τους δύο τύπους γεγονότων. Η Shaw και ο Porter υπέθεσαν πως η εισαγωγή αληθινών λεπτομερειών, όπως το όνομα ενός πραγματικού φίλου, σε μια περιγραφή που υποτιθέμενα επιβεβαιωνόταν από τον φροντιστή, πιθανόν να έδινε στο ψευδές γεγονός τόσο μεγάλη οικειότητα ώστε να φαίνεται αληθοφανές.

«Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ψευδείς, επανορθωτικές διαδικασίες μνήμης μπορούν αρκετά άμεσα να δημιουργήσουν ψευδείς αναμνήσεις με απίστευτο ρεαλισμό», είπε η Shaw. «Σε αυτές τις συνεδρίες είχαμε κάποιους συμμετέχοντες που ανακαλούσαν απίστευτα ζωηρές λεπτομέρειες και επαναδιέπρατταν εγκλήματα που δεν είχαν ποτέ διαπράξει!»
Υπήρχαν ωστόσο, ορισμένες διαφορές ανάμεσα στις αναμνήσεις των φοιτητών για τα ψευδή γεγονότα και στις αναμνήσεις τους για τα πραγματικά. Για παράδειγμα, σημείωναν περισσότερες λεπτομέρειες για τα αληθινά γεγονότα και είχαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στις περιγραφές τους για τις πραγματικές αναμνήσεις.

Η μνημονική ευπλασία
Το γεγονός ότι οι φοιτητές εμφανίζονταν να εσωτερικοποιούν τα ψευδή γεγονότα στον βαθμό που το έκαναν, υπογραμμίζει τη θεμελιώδη «ευπλασία» της μνήμης: «Αυτή η έρευνα μιλάει για τη σαφή πιθανότητα οι περισσότεροι από εμάς να δημιουργούμε πλούσιες ψευδείς αναμνήσεις συναισθηματικών και εγκληματικών γεγονότων», λέει η Shaw.

Τα ευρήματα έχουν ξεκάθαρες εφαρμογές για τις ανακρίσεις εγκληματιών και άλλες πτυχές της νομικής διαδικασίας, της επιρροής στους υπόπτους, στους μάρτυρες και σε όσους εμπλέκονται τόσο στην επιβολή των νόμων όσο και στους συνηγόρους. Όμως βρίσκουν εφαρμογή και σε ανακρίσεις που πραγματοποιούνται σε διάφορα άλλα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων των θεραπευτικών ή ακόμα και των προσωπικών καταστάσεων.

«Η κατανόηση ότι αυτές οι περίπλοκες ψευδείς αναμνήσεις είναι υπαρκτές και πως ακόμα και ‘φυσιολογικά’ άτομα μπορεί να επηρεαστούν και να δημιουργήσουν σχετικά εύκολα τέτοιες αναμνήσεις, είναι το πρώτο βήμα για να τις εμποδίσουμε να συμβούν» υποστηρίζει η Shaw.

«Δείχνοντας εμπειρικά το πρόβλημα που δημιουργούν οι ‘κακές’ τεχνικές ανάκρισης – αυτές δηλαδή που δημιουργούν ψευδείς αναμνήσεις – μπορούμε ευκολότερα να πείσουμε τους ανακριτές να τις αποφεύγουν και αντιθέτως να χρησιμοποιούν καλές τεχνικές. Διερευνώντας τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των ανακριτών και των ερωτηθέντων που συντελούν στη δημιουργία ψευδών αναμνήσεων, μπορούμε να βελτιώσουμε την ανακριτική διαδικασία και να ελαχιστοποιήσουμε το ρίσκο της πρόκλησής τους», καταλήγουν οι ερευνητές.

Πηγή