ΜΙΖΕΡΙΑ ΤΕΛΟΣ!

Για γυρίστε λίγο το κεφάλι σας και πείτε μου. Πόσοι από αυτούς που κυκλοφορούν ανάμεσά σας είναι οι τρελοί και πόσοι είναι οι λογικοί;

Θέλω να πάρω μια βαθιά ανάσα, τόσο βαθιά που να νιώσω τους πνεύμονες μου γεμάτους από οξυγόνο!

Θέλω να πάρω μια βαθιά ανάσα, να κλείσω τα μάτια και να ξεχάσω για λίγο όλα εκείνα που με περιτριγυρίζουν. Όλα όσα με προβληματίζουν.

Θέλω να πάρω μια βαθιά ανάσα και να ταξιδέψω για λίγο με το μυαλό μου σε άλλα μέρη.

Θέλω να πάρω μια βαθιά ανάσα, να κοιτάξω τη θάλασσα και να γαληνέψω, να κοιτάξω τον ουρανό και να ταξιδέψω, όπως τα πουλιά που πετούν ελεύθερα στον ουρανό.

Κάποιες φορές τα ζηλεύω, αλήθεια. Θα ‘θελα πολύ να ήμουνα κι εγώ ένα πουλί, ένα πουλί που θα έσκιζε τους ουρανούς και θα περιπλανιόταν ελεύθερο από εδώ και από εκεί. Δίχως να το νοιάζει τίποτα. Τίποτα και κανένας.

Τι να σου κάνουν, όμως και οι ονειροπολήσεις. Ανεβαίνεις σε ένα συννεφάκι, ξεχνιέσαι για λίγο και να που κάτι γίνεται και σε προσγειώνει απότομα στην άθλια πραγματικότητά σου. Βέβαια, θα μου πεις, ότι ναι, χρειάζεται να ξεφεύγεις και λίγο, να ονειρεύεσαι, όμως αρκεί μετά να μπορείς να προσγειωθείς ομαλά και όχι απότομα στη γη. Τα απότομα είναι για να τα φοβάσαι. Δεν ξέρεις που θα σε οδηγήσουν. Δεν ξέρεις αν θα μπορείς να επανέλθεις μετά. Για αυτό θέλει όλα να γίνονται με μέτρο.

Πολύ μιζέρια, όμως, πολύ. Πολύ παράπονο. Πολύ μουρμούρα. Όλα από πολύ. Σε σημείο που σε κάνουν και αηδιάζεις για κάποια πράγματα, για κάποιους ανθρώπους.
Και στη δίνει όταν επιτέλους αποφασίσεις να βγεις λίγο από το σπίτι να πάρεις μια ανάσα, λίγο οξυγόνο ρε παιδί μου και αναγκάζεσαι και πάλι να συναντάς αυτά τα άτομα. Αυτά τα πρόσωπα τα σκυθρωπά, τα καχύποπτα, τα θαμπά, τα απόκοσμα, τα άρρωστα. Γιατί όσο και αν προσπαθείς, όσο και αν το θες το μόνο που καταφέρνεις είναι να αντικρίζεις αυτή τη μαυρίλα που τους καταπλακώνει την ψυχή. Αυτό το σκοτάδι που ολοένα και σφυρηλατεί αχόρταγα την ψυχή τους. Τρώει τη σάρκα τους και απομυζά όλο τους το είναι. Και σκέφτεσαι όλο αγωνία και παράπονο που είναι εκείνοι οι λαμπεροί άνθρωποι; Πώς κατάντησαν αυτοί οι άνθρωποι έτσι; Παλιά σου έλεγαν και μια καλημέρα, τώρα περπατούν στο δρόμο και είναι σκεφτικοί. Άλλοι μονολογούν, άλλοι σε κοιτάζουν με βλέμμα απλανές, άλλοι δεν σου δίνουν καν σημασία.

Και αναρωτιέσαι που είναι εκείνοι οι άνθρωποι που παλαιότερα με ένα τους χαμόγελό και μια γλυκιά κουβέντα θα σε έκαναν πιο αισιόδοξο και λιγότερο μελαγχολικό;

Και σκέφτεσαι μήπως πάψεις κι εσύ να είσαι ένας λαμπερός άνθρωπος. Γιατί, ναι, πιστεύεις πως ακόμη μέσα σου υπάρχει αυτή η λάμψη, αυτή η σπίθα που σε ξεσηκώνει. Που σε κάνει να μην θες να καθίσεις άπραγος στον καλοβαλμένο καναπέ σου και να βγεις έξω να αδράξεις τη μέρα, να σε δει λίγο ο ήλιος, να πεις μια καλημέρα γιατί βαθιά μέσα σου φοβάσαι πως αργά ή γρήγορα θα γίνεις κι εσύ ένα με αυτούς τους ανθρώπους. Θα γίνεις ένα με αυτή την άμορφη μάζα. Θα σε απορροφήσει τόσο γρήγορα που χαμπάρι δεν θα πάρεις. Θα γίνεις κι εσύ ένα κουβάρι που θα περιπλανιέται, άσκοπα, μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο της τρέλας ψάχνοντας να βρεις την άκρη του που θα σε οδηγήσει έξω από αυτόν.

Για αυτό σου λέω θέλω να πάρω μια βαθιά ανάσα να βγάλω τα παπούτσια και να αρχίσω να χοροπηδάω πάνω κάτω, να κουνάω τα χέρια μανιωδώς και να φωνάζω δυνατά να με ακούσουν όλοι «Ξυπνήστε! Ξυπνήστε!»

Είμαι σίγουρη πως πολλοί θα γυρίσετε να με κοιτάξετε όμως λίγοι πολύ λίγοι έως και κανένας από εσάς δεν θα αναρωτηθεί γιατί το κάνω όλο αυτό. Το μόνο σίγουρο είναι πως θα με περάσετε μάλλον για τρελή.

Όμως, για γυρίστε λίγο το κεφάλι σας και πείτε μου. Πόσοι από αυτούς που κυκλοφορούν ανάμεσά σας είναι οι τρελοί και πόσοι είναι οι λογικοί;

-Φλώρα Σπανού

πηγή